- φωτομακρογράφηση
- η, Ν(φωτογρ.) φωτογράφηση πολύ μικρού αντικειμένου, εκτελούμενη σε κλίμακα παραπλήσια, λίγο κατώτερη ή λίγο ανώτερη τής μονάδας, αλλ. μακροφωτογράφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photomacrographie].
Dictionary of Greek. 2013.